φτερομαδώ

φτερομαδώ
φτερομάδησα, φτερομαδήθηκα, φτερομαδημένος
1. μτβ., μαδώ τα φτερά πουλιού, του βγάζω τα πούπουλα.
2. μτφ., απογυμνώνω κάποιον, τον αφήνω γυμνό, του τα παίρνω όλα: Φτερομαδήθηκε στο καζίνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φτερομαδώ — άω, Ν 1. μαδώ τα φτερά πτηνού 2. μτφ. αφαιρώ εντελώς, απογυμνώνω («τόν φτερομάδησαν στο πόκερ») …   Dictionary of Greek

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”