- φτερομαδώ
- φτερομάδησα, φτερομαδήθηκα, φτερομαδημένος1. μτβ., μαδώ τα φτερά πουλιού, του βγάζω τα πούπουλα.2. μτφ., απογυμνώνω κάποιον, τον αφήνω γυμνό, του τα παίρνω όλα: Φτερομαδήθηκε στο καζίνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.